Άκης Πυρπιλίδης: Ήμουν εκεί…
Κοιμόμουνα βαριά μάλλον, γιατί τινάχτηκα όταν με ξύπνησε ο πατέρας μου μου είπε ντυσου και έλα να πάμε εδώ δίπλα σε Πολυτεχνείο να δεις . Οι φοιτητές το κατέλαβαν.
Ξύπνησε κι μανα μου, τους είδα να σιγομιλάνε, και μετα μπηκε στην κουζινα, ανοιξε τα ντουλαπια, και εβαλε σε μια τσαντα, κατι καλαμαρακια κονσερβα,κατι ζβανακια,και μερικα κουτια γαλα,για να τους τα παμε.
Μην ρωτατε τι σκεφτομαι τωρα, για την επανασταση, την Χουντα. Τοτε σχεδον ολος ο κοσμος ηταν τρομοκρατημενος με το αυταρχικο και δυστροπο καθεστως. Και δεν προερχομουν απο οικογενεια κουμουνιστων.
Το κοψαμε απο την Πλ.Αμερικης με τα ποδια, η κυκλοφορια ειχε διακοπει, τα Τραμ και τα λεωφορεια σταματημενα στην μεση του δρομου. Σταματησαμε στο περιπτερο της Αγ. Μελετίου, γέμισε ο πατέρας μου τον Ronson αναπτήρα του στον κ. Βαγγελη,και πηραμε και 1 κουτα Καρελια να δωσουμε στα παιδια οπως ειπε. Ο Βαγγελης μας εδωσε πισω το ενα απ τα δυο χαρτονομισματα που του εδωσε ο Πατερας μου. Για τα παιδια, ειπε.
Ηταν περιπου 2 το βραδυ,αλλα το Πολυτεχνειο εβραζε. Κοσμος πολυς, και ολοι με τσαντες στα χερια. Εφερναν προμηθεις και τις εδιναν μεσα απ τα καγκελα στα παιδια.
Ολη την βδομαδα,ολο το σχολειο μου το 15ο Κυψελης, Πατησίων και Χανιων γωνια, φευγαμε και πηγαιναμε στο Πολυτεχνειο,και ολα τα σχολεια των Αθηνων. Μαζευαμε χρηματα,και οι καθηγητες εδιναν κουτες με προμηθειες στα παιδια.
Ο κοσμος χιλιαδες, οι φοιτητες φωναζαν συνθηματα. ΔΕΝ ΣΕ ΘΕΛΕΙ Ο ΛΑΟΣ ΠΑΡ ΤΗΝ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΙ ΜΠΡΟΣ. Βαστουσαν καθρεφτες και τυφλωναν με τον ηλιο τις καμερες απεναντι στην ταρατσα του ξενοδοχειου. Τα πραγματα αγριευαν τις τελευταιες μερες το βλεπαμε ,το μυριζαμε,το νοιωθαμε.
Σταματαγαν τα τραμ που περνουσαν σιγα και με το ζορι,εριχναν προκυρηξεις, τα μεγαφωνα εδιναν τον ρυθμο. ‘’ Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή, για μα γυρισει ο ηλιος θελει δουλεια πολλη.’’
Εκεινο το βραδυ ειμασταν με τον Πατερα μου εκει. Κατα τις 8 το κοψαμε με τα ποδια για κατω. Χιλιαδες κοσμου στην Πατησιων συνερεαν στο Πολυτεχνειο. Απο παντου, κοσμος ατελειωτος.Φτασαμε ,στριμωχτηκαμε, και παρακολουθουσαμε τον παλμο. Εκει προς το τελος τις Πατησιων ειχαν αρχισει να πεφτουν δακρυγονα.
Σιγα ,σιγα αρχισε να ακουγεται θορυβος δυνατος,στριγγλισμα σιδερενιο, και μαρσαρισματα απο τα Χαυτεια. Κοιτωντας ψηλα πανω απ την ταρατσα του Μινιον, μεσα απ την καπνα ειδαμε προβολεις ψηλα στον ουρανο. Ο πατερας μου που ειχε υπηρετησει στα τεθωρακισμενα, μου ειπε. ΦΕΡΑΝ ΤΑ ΤΑΝΚΣ.
Και τοτε τα ειδαμε. Στα 800 μετρα μακρια να στριβουν ,και να ερχονται. Μυρισα το καυσιμο τους. Ο κοσμος με την μια, εστριψε κι αρχισε να τρεχει στην αντιθετη μερια της Πατησιων. Στα μεγαφωνα ενα παλληκαρι φωναζε. ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΑΣ ΦΑΝΤΑΡΟΙ, ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΑΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΛΑΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ.
Ανεβηκαμε στην Κορδιγκτωνος τρεχοντας,να παμε για Δροσοπουλου να φτασουμε σπιτι. Περιπολικα περνουσαν ουρλιαζοντας, και ο κοσμος κρυβοταν στα παρκαρισμενα αυτοκινητα. Πισω μας ακουγοντουσταν εκρηξεις, γιατι δεν ακουγα τα μεγαφωνα πια; Φτασαμε. Η μανα μου μας περιμενε με αγωνια. Σειρηνες αντηχουσαν από την Δροσοπούλου.
Άνοιξα το τραντζιστορακι που ήταν συντονισμένο στον σταθμο του Πολυτεχνείου.
ΔΕΝ ΕΠΑΙΖΕ ΠΙΑ.