ΝΑΥΑΓΙΟ ΣΑΜΙΝΑ: Η συγκλονιστική εξομολήγηση της Ρ. Μπαϊράμη (έγκυος στο ναυάγιο) – “Φαινόταν κι ο σταυρός της Εκατονταπυλιανής απέναντι… Προσευχήθηκα… Η κόρη μου, πήρε το όνομα της Παναγίας…”
Σαν χτες…
Τη νύχτα της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, η Ρούλα Μπαϊράμη (σύζυγος του συντοπίτη μας δικηγόρου Βασίλη Καραμπίνη), ταξιδεύει με το «Εξπρές Σάμινα» προς Νάξο, όταν το πλοίο προσκρούει στη βραχονησίδα Πόρτες έξω από το λιμάνι της Πάρου και ξεκινά να βυθίζεται. Μέσα στο χάος και τον πανικό, αναγκάζεται να πηδήξει στη θάλασσα ενώ βρίσκεται σε προχωρημένη εγκυμοσύνη.
Να, πώς βίωσε το ναυάγιο του “Εξπρές Σάμινα”, η Ρούλα Μπαϊράμη. Πού θυμάται:
“Το 2000, τον Σεπτέμβριο μήνα, είχα πάει από Νάξο στη Λάρισα για να δώσω εξετάσεις στον ΑΣΕΠ, διαγωνισμό εκπαιδευτικών. Κι επιστρέφοντας, από εδώ από τη Λάρισα που πήρα να ρωτήσω τότε –δεν υπήρχε και το ίντερνετ να ενημερωνόμαστε, με τηλέφωνα στα πρακτορεία– και μου είπαν ότι 5 η ώρα, 5μισι, ήταν το «Απόλλων». Πάω εκεί. Το «Απόλλων» ήταν δεμένο στο λιμάνι του Πειραιά, αλλά δεν έφυγε ποτέ και μας βάλαν όλους στο «Σάμινα», το οποίο πήγαινε Σάμο. Θα περνούσε βέβαια Πάρο, Νάξο, Ικαρία, Σάμο μετά.
Με το που μπαίνω στο Σάμινα ένας φόβος με πήρε, γιατί εκείνη τη στιγμή έμπαινε μια νταλίκα, ένα φορτηγό, τέλος πάντων, μεγάλο, πάνω στη μπουκαπόρτα του καραβιού κι εγώ κι ίσα-ίσα. Δεν υπήρχε χώρος. Ήταν πολύ στενό καράβι μάλλον. Τέλος πάντων, ανέβηκα στο καράβι. Πήγα πάνω.
Εγώ, επειδή ταξίδευα κι από Λάρισα, ήμουνα και πέντε μηνών έγκυος τότε, είχα πάρει καμπίνα. Πήγα κατευθείαν στην καμπίνα, ξάπλωσα. Είχαν έρθει –ήταν τετράκλινη η καμπίνα– κι άλλες τρεις κυρίες. Μιλήσαμε λίγο στην αρχή. Μετά, η καθεμία ησύχασε. Κουνούσε το καράβι στη διαδρομή. Είχε 7-8 μποφόρ. Τα είχε. Ήταν ο καιρός φουρτουνιασμένος. Ήθελα να σηκωθώ να πάω να πάρω κάτι να φάω, αλλά δε σηκωνόμουνα, γιατί φοβόμουν να σηκωθώ από το κούνημα.
Είχαν βγάλει κι ανακοίνωση ότι το πλοίο σε λίγα λεπτά φτάνει στην Πάρο κι ακούμε αμέσως ένα «μπαμ». Στην αρχή, ακούγοντας τον θόρυβο, νόμιζα ότι είχε φτάσει όντως στην Πάρο κι είχε πέσει η άγκυρα, γιατί στα παλιά καράβια έτσι ακουγόταν, δυνατά η άγκυρα. Αλλά με το που σβήνουν τα φώτα, καταλάβαμε ότι κάτι συμβαίνει. Μια άλλη κυρία που ήταν στην ίδια καμπίνα, μας λέει: «Σηκωθείτε. Κάτι έγινε». Κανένας να μας ειδοποιήσει από το καράβι, ούτε ανακοίνωση, ούτε τίποτα.
Το καράβι άρχισε να παίρνει κλίση. Τότε δεν ξέραμε ότι μέσα στην καμπίνα υπήρχανε σωσίβια να παίρναμε. Μέχρι τότε δε γινόταν καμία ανακοίνωση στα καράβια. Μπαίναμε και δε λέγαν πού υπάρχουν σωσίβια, πού υπάρχουν έξοδοι κινδύνου. Δεν τα λέγανε. Εγώ πήρα μόνο την τσάντα μου που είχα και βγήκαμε έξω.
Με το που βγήκα εγώ από την καμπίνα, δεν μπορούσα να σταθώ άνετα. Σχεδόν ακουμπούσαμε κάτω ή στο πλάι για να περπατήσουμε. Ήταν και σκοτεινά. Ήτανε… είχε πάρει κλίση αμέσως, γιατί είχε κάνει ρήγμα κι είχαν μπει νερά μέσα κι αμέσως έκανε κλίση μεγάλη.
Να μπαίνουν νερά μέσα. Ο κόσμος να πηδάει στη θάλασσα. Ένας πανικός. Ενημέρωση από το καράβι καμία. Αυτό το λέω. Το σημειώνω. Καμία. Καμία ενημέρωση. Δεν είδα κανέναν από το καράβι. Κανέναν ναυτικό εκεί πέρα.
Ήτανε παντού σκοτεινιά. Σκοτάδια. Τα φώτα είχανε σβήσει. Δε βλέπαμε τίποτα. Πηγαίναμε εκεί που ακουγόταν οι φωνές. Προχωρήσαμε. Ευτυχώς, οι καμπίνες ήταν πάνω.
Από τις καμπίνες, πηγαίνουμε στο σαλόνι. Μέχρι να πάμε εμείς στο σαλόνι, είχε ερημώσει το σαλόνι. Είχαν πέσει βέβαια καρέκλες, είχανε πέσει απ’ τα μπαρ μπουκάλια, οτιδήποτε άλλο είχανε. Ένας χαμός. Λίγοι άνθρωποι είχαν μείνει εκείνη τη στιγμή που θυμάμαι εγώ μέσα στο σαλόνι του καραβιού. Και τότε ένα παιδί, ήταν φαντάρος στη Σάμο, αυτός μού έφερε ένα σωσίβιο το οποίο ήταν και παιδικό. Μου λέει: «Αυτό θα σας δώσω. Δεν έχω άλλο». Μου το φόρεσε –να ‘ναι καλά το παιδί– κι έφυγε εκείνος. Μόνο οι στρατιώτες μάς βοηθήσανε. Οι στρατιώτες που πηγαίνανε στη Σάμο. Αυτά τα παλικάρια δώσανε και βέβαια και πολλοί χαθήκανε. Μας βοήθησαν.
Βγήκα έξω από το σαλόνι. Με το που βγαίνω έξω σε εκείνο το επίπεδο, άρχισαν να φτάνουν τα νερά, να φτάνει η θάλασσα εκεί. Ήταν θυμάμαι κι ένας παπάς εκείνη τη στιγμή με το κομποσκοίνι του εκεί που έλεγε τις προσευχές του και λέει: «Πάμε πάνω, πάμε πάνω». Κουτσά-στραβά, μάλλον σέρνοντας γιατί δεν μπορούσες να σταθείς, το πλοίο είχε γύρει πολύ, ανεβήκαμε δέκα-δεκαπέντε σκαλιά που ήτανε για να πάμε στο επόμενο κατάστρωμα. Αλλά μέχρι που ανεβήκαμε, είχε φτάσει το νερό κι εκεί, οπότε δεν υπήρχε άλλη ελπίδα σωτηρίας. Μόνο η θάλασσα.
Ευτυχώς για μένα που ήμουνα κι έγκυος… Νομίζω ότι αν έπεφτα από ψηλά, κάτι θα πάθαινα, αλλά από εκεί που έπεσα στη θάλασσα, έπεσα σαν να έμπαινα στην παραλία. Σαν μια βουτιά, δηλαδή.
Εκείνη την ώρα, δεν μπορούσα να σκεφτώ και πολλά. Κοίταζα στην Πάρο, έβλεπα τα φώτα της Πάρου κι έλεγα: «Παναγιά μου, βοήθησε μας!» Εμένα και το μωρό, που ήμασταν εκεί. Φαινόταν κι ο σταυρός της Εκατονταπυλιανής απέναντι και κοίταξα και σε αυτό προσευχήθηκα. Έκανα το σταυρό μου κι έπεσα στη θάλασσα. Και βέβαια, εκείνη τη στιγμή ήταν η πιο σωστή, γιατί αν αργούσα λίγο ακόμη, θα μας τραβούσε μέσα η δίνη της θάλασσας και θα μέναμε εκεί.
Μετά κολύμπησα, κολύμπησα… Έβρισκα διάφορα αντικείμενα μπροστά μου. Τώρα δεν ξέρω τι ήτανε. Πάντως κάτι τσάντες έβλεπα… Εντελώς μόνη. Ακούμπησα σε κάτι. Παπούτσι ήτανε; Κάτι τσάντες από επιβάτες που τους φεύγανε, αλλά κάποιον να μιλήσω, δεν είχα. Όπου με πήγαινε το νερό. Δεν μπορούσα να προσανατολιστώ τώρα. Πολλοί συνάντησαν και πνιγμένους, πώς να το πω… Και σε κανένα εικοσάλεπτο, υπολογίζω, αφού ήμουνα στη θάλασσα, βρέθηκε μπροστά μου σαν από μηχανής θεός, ένα καΐκι.
Κι αυτό το καΐκι, έχει ιστορία. Ο καϊξής ήταν στο λιμάνι για να πάρει τον πεθερό του από το καράβι. Ενώ είχε δει το καράβι να έρχεται –φαινόταν από την Πάρο, πολύ κοντά οι Πόρτες εκεί πέρα– ξαφνικά το έχασε το καράβι. Σβήσανε τα φώτα και χάθηκε το καράβι. Τι έγινε το καράβι; Κατάλαβε ο άνθρωπος. Αφού είχε το καΐκι του εκεί, μπήκε μέσα και το πήρε κι ήταν ο πρώτος που έφτασε εκεί κι έτυχε μπροστά μου. Ήτανε σαν να, από μηχανής θεός. Η Παναγία μάς βοήθησε; Τι να πω…
Βέβαια, ήταν πάλι δύσκολο να ανέβω μέσα στο καΐκι με 8 μποφόρ. Πώς να ανέβεις στο καΐκι απ’ τη θάλασσα; Τελικά, αυτοί είχανε κάτι τριχιές, κάτι χοντρά σχοινιά. Τα ρίχνανε. Έπιασα κι εγώ το σχοινί μια φορά, αλλά πώς να τραβηχτώ μετά να ανέβω πάνω και πέντε μηνών έγκυος; Τελικά, μου δώσανε κι ένα χέρι όσο πλησίαζα στη βάρκα κι έδωσα κι εγώ μια ώθηση κι ανέβηκα. Εκεί ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλον. Μας έσωσε. Αλλιώς, δεν πιστεύω να είχα σωθεί.
Πάνω στο καΐκι είχε τόσο κύμα… έκανα κι εμετό, θυμάμαι. Μας έβγαλε στην Πάρο. Εκεί οι Παριανοί –να ‘ναι καλά κι αυτοί– μας βοήθησαν. Μας περιμέναν με τις κουβέρτες να μας σκεπάσουν, να μας πάρουν με τα αυτοκίνητα τους στα δωμάτια τους… ανοίξαν τα δωμάτια τους οι άνθρωποι. Να μας δώσουν ρούχα στεγνά… Εμένα μου έδωσε ο σπιτονοικοκύρης μια φόρμα του με ένα φούτερ από πάνω, γιατί δεν είχαμε τίποτα. Η τσάντα μου είχε φύγει στη θάλασσα. Μετά από λίγο, αφού φτάσαμε εκεί στο δωμάτιο, βρήκαμε τηλέφωνα. Επικοινώνησα με τον άντρα μου στη Νάξο, που είχανε όλοι αναστατωθεί. Τους λέω: «Είμαι στην Πάρο». Κι ηρεμήσανε.
Το βράδυ με ρωτήσανε, επειδή τους είπα ότι είμαι έγκυος, αν είχα κάποιο πρόβλημα, ξέρω γω, να με πάνε στο Κέντρο Υγείας. Δεν είχα. Και μου λένε: «Αν δεν είναι επείγον, μην πάτε, γιατί εκεί γίνεται χαμός τώρα». Κι όντως, έκατσα το βράδυ στο δωμάτιο. Κοιμήθηκα. Όσο μπόρεσα να κοιμηθώ, τέλος πάντων, σε ένα στεγνό κρεβάτι.
Ξεκουράστηκα, στέγνωσα, και την άλλη μέρα το πρωί, πήγα στο Κέντρο Υγείας. Ήταν ο γυναικολόγος από τη Νάξο συγκεκριμένα, είχε έρθει και μου έκανε έναν υπέρηχο. Δόξα τω Θεώ, ήταν καλά και το μωρό κι εγώ. Και μετά, αμέσως, πήγα στην Παναγία να ανάψω ένα κερί, στην Πάρο, στην Εκατονταπυλιανή.
Ο ψαράς από την Πάρο που περίμενε τον πεθερό του, αλλά τον πεθερό του δεν τον βρήκε. Μας έσωσε εμάς. Κι απ’ ό,τι μάθαμε μετά, είχε πνιγεί ο πεθερός του. Πήγαμε, τον βρήκαμε στην Πάρο. Τον ευχαριστήσαμε. Τι να πει κι ο άνθρωπος; Λέει: «Αυτό μπόρεσα, αυτό έκανα». Ό,τι μπόρεσε, έκανε. Αυτοί του καραβιού κατεβάσανε τις βάρκες και φύγανε πρώτοι και σωθήκανε. Χωρίς να ενημερώσουν τους επιβάτες. Αφήσαν τον κόσμο κι έπεσε κατευθείαν στη θάλασσα. Κι οι πρώτοι που πέσανε στη θάλασσα, μην μπορώντας να κολυμπήσουν τόσο πολύ μέχρι να βγουν στη στεριά, χαθήκανε πολλοί. Κάπου ογδόντα-ογδόντα ένας επιβάτες χαθήκανε.
Την επόμενη μέρα, δεν μπορέσαμε να φύγουμε εμείς για τη Νάξο, γιατί είχε απαγορευτικό. Μείναμε άλλο ένα βράδυ και φύγαμε την επόμενη μέρα, πάλι με το καράβι. Όταν ζεις σε νησί, άμα δε μπεις στο καράβι, δεν μπορείς. Τότε θα είσαι τιμωρημένος μια ζωή. Μουδιασμένη μπήκα, αλλά έπρεπε να μπω. Έπρεπε.
Μετά, αφού γεννήθηκε κι η κόρη μου, πήρε και το όνομα της Παναγίας, το Μαρία.”
Αφηγητής/τρια: Μπαϊράμη Ρούλα – Ερευνητής/τρια: Μπαϊράμη Γεωργία