Άδεια λειτουργίας Lidl στη Νάξο... Μικρή αναφορά στο συμφέρον του καταναλωτή.

Άδεια λειτουργίας Lidl στη Νάξο… Μικρή αναφορά στο συμφέρον του καταναλωτή.

Ενα νέο πολυκατάστημα ζητά να πάρει άδεια λειτουργίας στη Νάξο, αν και ήδη έχουν αρχίσει οι εργασίες στο νέο χώρο, λίγο έξω από την Χώρα, επί του επαρχιακού δρόμου Χώρας-Γαλανάδου.

Στο έκτακτο δημοτικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε το μεσημέρι της Πέμπτης, αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία να δοθεί άδεια λειτουργίας στο σούπερ μάρκετ Lidl, σε νέο χώρο, περίπου 200 μέτρα από την στροφή του Μανωλά επί του επαρχιακού δρόμου Χώρας – Γαλανάδου.

Με ψήφους 10 υπέρ και 7 κατά και δύο “παρών” η άδεια λειτουργίας δόθηκε.

Πάντως τόσο από τον πρόεδρο του Εμποροεπαγγελματικού Συλλόγου Νάξου όσο και από την μείζονα μειοψηφία αλλά και από το μέλος της πλειοψηφίας κ. Ηλία Ορφανό προετάχθη το επιχείρημα ότι το συγκεκριμένο σούπερ μάρκετ θα λειτουργεί σε ένα πολύ μεγάλο χώρο και θα περιέχει και άλλα προϊόντα εκτός από τα κλασικά. Κάτι τέτοιο, επιχειρηματολόγησαν, θα φέρει οικονομικό πλήγμα στην τοπική αγορά.

Ο δήμαρχος Δημήτρης Λιανός τόνισε ότι παρά τις όποιες αντιρρήσεις οι οποίες διατυπώθηκαν στο παρελθόν δεν μπορεί κανείς να εμποδίσει τις πολυεθνικές να έρθουν στο νησί και ότι κανείς δεν πρέπει να φοβάται τον ανταγωνισμό.

Πάντως πολύ μικρή αναφορά έγινε στον Ναξιώτη καταναλωτή και πως ο ίδιος θα μπορεί να γεμίζει το καλάθι των αγορών του χωρίς να αδειάζει η τσέπη του λόγω της ακρίβειας. Κανείς δεν έδωσε απάντηση σε αυτό και κυρίως πως ο καταναλωτής θα πρέπει και στη Νάξο να βρίσκει προϊόντα σε καλές τιμές για να αντιμετωπίσει το τσουνάμι της ακρίβειας και πως αυτό θα πραγματοποιηθεί με ή χωρίς την έλευση των πολυεθνικών στο νησί…

Και ενώ οι απαντήσεις δεν δίνονται, οι έρευνες που γίνονται σε αυτό τον τομέα είναι αποκαλυπτικές.

Οι ανατιμήσεις και η ακρίβεια σε βασικά είδη τροφίμων αλλάζει τις διατροφικές συνήθειες των καταναλωτών, αναγκάζοντάς τους να επιλέγουν προϊόντα με χαμηλότερη θρεπτική αξία, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται σε αρκετές περιπτώσεις η υγεία τους, σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ).

Συγκεκριμένα, η ακρίβεια στα λαχανικά, τα φρούτα, το ελαιόλαδο, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, αλλά και στο κρέας, έχει στρέψει τους καταναλωτές κατά κύριο λόγο στους υδατάνθρακες (μακαρόνια, ρύζι), ενώ ανησυχία προκαλεί το εύρημα της έρευνας για το αλκοόλ, στην κατανάλωση του οποίου, παρά τις ανατιμήσεις, παρατηρείται αύξηση.

Σημαντικές αλλαγές στη διατροφή των Ελλήνων την τελευταία δεκαετία, όσον αφορά στις δαπάνες και την κατανάλωση, καταδεικνύει η έρευνα, σύμφωνα με την οποία η κατά κεφαλήν δαπάνη σε είδη παντοπωλείου διαμορφώθηκε το 2022 στα 1.825 ευρώ, μειωμένη κατά 5,8% σε σχέση με το 2009, τη χρονιά πριν την έναρξη της πρώτης δημοσιονομικής κρίσης.

Σε σχέση με το 2021, η συνολική δαπάνη σε είδη παντοπωλείου αυξήθηκε κατά 3,10%, κάτι που αποδίδεται, σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ, στον συνδυασμό των ανατιμήσεων και της μείωσης στον όγκο αγορών των νοικοκυριών.

Με βάση τα στοιχεία αυτά, εκτιμάται ότι η συνολική δαπάνη των Ελλήνων για είδη παντοπωλείου το 2022 ανέρχεται σε 20,28 δισ. ευρώ (έναντι 22,10 δισ. ευρώ το 2009). Το ποσό αυτό περιλαμβάνει μόνο τη δαπάνη των Ελλήνων καταναλωτών (π.χ. όχι τη δαπάνη μέσω Ho.Re.Ca., τουρισμού, εστίασης κ.ά.) και αφορά μόνο στα είδη παντοπωλείου (π.χ. δεν περιλαμβάνονται λοιπά είδη που βρίσκονται σε καταστήματα σούπερ μάρκετ, όπως γραφική ύλη, είδη για κατοικίδια, βρεφικό γάλα, είδη bazaar, καλλυντικά, καπνός κλπ).

Στην έρευνα καταγράφονται οι αλλαγές στην οικονομική δαπάνη κατά κεφαλήν ανά κατηγορία την περίοδο 2009-2022, καθώς επίσης και οι αλλαγές στις ποσότητες που αγοράζονται και καταναλώνονται.

Συγκεκριμένα, τα στοιχεία της μηνιαίας χρηματικής δαπάνης δείχνουν αύξηση στη δαπάνη των αγορών σε βασικές πηγές υδατανθράκων, ενδεικτικά αύξηση της δαπάνης για ψωμί και είδη αρτοποιίας 12%.

Επίσης, δείχνουν μείωση της δαπάνης για πηγές πρωτεΐνης (ενδεικτικά, στο μοσχαρίσιο κρέας μείωση 18% και στο κρέας από αιγοπρόβατα μείωση 40%), μείωση της δαπάνης σε γαλακτοκομικά (στο νωπό φρέσκο γάλα μείωση 30%), μείωση της δαπάνης για ελαιόλαδο 17%, μείωση της δαπάνης για φρούτα 7%, για λαχανικά 43%, αλλά αύξηση στα όσπρια κατά 44% και στους ξηρούς καρπούς κατά 48%. Μείωση καταγράφεται στη δαπάνη για μη αλκοολούχα ποτά κατά 9%, αλλά αύξηση της δαπάνης για αλκοολούχα ποτά κατά 68%.

Ακόμα πιο ενδιαφέροντα είναι τα στοιχεία της μηνιαίας κατανάλωσης σε ποσότητες, τα οποία καταγράφουν μεγάλες μεταβολές πλέον σε επίπεδο διατροφής.

Συγκεκριμένα, καταγράφεται σταθερή τάση στις κύριες πηγές υδατανθράκων, με τη μηνιαία κατανάλωση κατά κεφαλήν σε ψωμί και είδη αρτοποιίας να παρουσιάζει μείωση κατά 6% σε περίπου 4 κιλά μηνιαίως. Επίσης, μείωση στην κατανάλωση των βασικών ζωικών πρωτεϊνών κατά περίπου 16%, με περίπου 1 κιλό λιγότερο κρέας μηνιαίως, με εξαίρεση τα πουλερικά τα οποία παρουσιάζουν αύξηση (είναι άλλωστε πιο οικονομική λύση).

Αύξηση παρουσιάζουν οι φυτικές πρωτεΐνες και ειδικά τα όσπρια. Την ίδια ώρα, μείωση καταγράφεται στα γαλακτοκομικά και ιδιαίτερα στο φρέσκο γάλα κατά 41%, με εξαίρεση το γάλα με χαμηλά λιπαρά και τα αυγά, μείωση στην κατανάλωση ελαιόλαδου κατά περίπου 30%, μείωση στα φρέσκα φρούτα και τα λαχανικά κατά 15% περίπου, με μείωση κατά 1 κιλό λιγότερο ανά μήνα τόσο σε φρούτα, όσο και σε λαχανικά, κάτι που όμως εν μέρει αποδίδεται στη σπατάλη τροφίμων της δεκαετίας του 2000.

Επίσης, καταγράφεται μείωση για τα μη αλκοολούχα ποτά με περίπου 1 λίτρο λιγότερα αναψυκτικά ανά μήνα κατά κεφαλήν, αλλά και αύξηση για τα αλκοολούχα ποτά, κάτι που σχετίζεται όμως με μεγαλύτερη κατανάλωση κατ’ οίκον έναντι της κατανάλωσης σε χώρους εστίασης.

Σε ό,τι αφορά τη μέση τιμή που πληρώνει ο καταναλωτής το 2022 σε σχέση με το 2009, όπως προκύπτει από την έρευνα, οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφονται στους ξηρούς καρπούς κατά 61%, στα μαρούλια κατά 64% και στον καφέ κατά 54%, ενώ οι μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφονται στο συντηρημένο γάλα (-18%), στα μεταλλικά νερά (-30%) και στα πουλερικά (-4%).

Να σημειωθεί, παράλληλα, ότι τα τελευταία χρόνια, η κάλυψη των αναγκών των νοικοκυριών από ίδια παραγωγή, η οποία αφορά κατά κανόνα στις αγροτικές περιοχές, έχει μειωθεί σημαντικά, με εξαίρεση μεμονωμένα προϊόντα και κυρίως το ελαιόλαδο.

Πηγή in.gr

About The Author

Μετάβαση στο περιεχόμενο